γλυκυηχής
English (LSJ)
Dor. γλῠκυ-ᾱχής, ές,
A sweet-voiced, AP9.26 (Antip. Thess.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠηχής: -ές, γλυκέως ἠχῶν, γλυκὺν παράγων ἦχον, Ἀνθ. Π. 9. 26.
Dor. γλῠκυ-ᾱχής, ές,
A sweet-voiced, AP9.26 (Antip. Thess.).
γλῠκῠηχής: -ές, γλυκέως ἠχῶν, γλυκὺν παράγων ἦχον, Ἀνθ. Π. 9. 26.