συναγρίς

Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a

   A sea-fish, Epich.69 (v.l. συαγρ-), Arist.HA505a15, 506b16.

German (Pape)

[Seite 996] ίδος, ἡ, ein Meerfisch; Arist. bei Ath. VII, 322 a.

Greek (Liddell-Scott)

συναγρίς: -ίδος, ἡ, ὁ γνωστὸς ἰχθύς, κοινῶς «συναγρίδα», Ἐπίχ. 47 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8., 2. 15, 14. ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 102.