νηκτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A able to swim, S.E.M.9.171; also ν. τέχνη ibid.
Greek (Liddell-Scott)
νηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ νήχηται, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 171.
ή, όν,
A able to swim, S.E.M.9.171; also ν. τέχνη ibid.
νηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ νήχηται, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 171.