προστομίς

Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A mouthpiece, Apollod.Poliorc.152.4.

German (Pape)

[Seite 783] ίδος, ἡ, ein vorn angesetztes Mundstück, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

προστομίς: -ίδος, ἡ, τὸ πρόσθετον μέρος τοῦ αὐλοῦ, ὅπερ ἐμβαίνει εἰς τὸ στόμα τοῦ αὐλοῦντος, Ἀρχ. Μαθ. 20.