βιαιοτέρως
Greek (Liddell-Scott)
βιαιοτέρως: Γαλην. τ. 17, μέρ. 1, σ. 119, ἔκδ. Kuhn. - Ἰω. Λυδ. π. διοσημ. σ. 64, Hase. – βιαιοτάτως, Τζέτζ. Ἀλληγ. εἰς Ἰλ. Σ. 436.
βιαιοτέρως: Γαλην. τ. 17, μέρ. 1, σ. 119, ἔκδ. Kuhn. - Ἰω. Λυδ. π. διοσημ. σ. 64, Hase. – βιαιοτάτως, Τζέτζ. Ἀλληγ. εἰς Ἰλ. Σ. 436.