κελευσμοσύνη

Revision as of 09:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.

German (Pape)

[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.