κελευσμοσύνη
English (LSJ)
ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.