αἰσχυνομένως
English (LSJ)
Adv.
A modestly, shamefacedly, D.H. 7.50.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχῡνομένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ αἰσχύνω, μετ’ αἰσχύνης, Διον. Ἁλ. 7. 50.
Adv.
A modestly, shamefacedly, D.H. 7.50.
αἰσχῡνομένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ αἰσχύνω, μετ’ αἰσχύνης, Διον. Ἁλ. 7. 50.