γερόντειος
English (LSJ)
α, ον,
A belonging to an old man or old age, Ar.Fr.715.
German (Pape)
[Seite 486] den Greis betreffend, παλαῖστραι Poll. 2, 13 aus com.
Greek (Liddell-Scott)
γερόντειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πολύδ. Β΄, 13, ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 603· - γεροντιαῖος ἐν Εὐστ. Πονημ. 343. 83.