ἐξανδραποδισμός
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Plb.6.49.1.
German (Pape)
[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.
ὁ, = foreg., Plb.6.49.1.
[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.
ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.