ἀνέγρομαι
English (LSJ)
late poet. form for ἀνεγείρομαι, formed from the aor. ἀνηγρόμην, Opp.H.2.204, Q.S.5.610.
German (Pape)
[Seite 220] erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.