ἀπολάμπω

Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

   A shine or beam from, αἰχμῆς ἀπέλαμπ' εὐήκεος (sc. φῶς) Il.22.319, cf.Ar.Av.1009; ἀστὴρ ὣς ἀπέλαμπεν Il.6.295, Od.15.108: —Med., χάρις ἀπελάμπετο grace beamed from her, Il.14.183, cf. Od. 18.298; χρυσοῦ ἀπολάμπεται gleams with gold, Luc.Syr.D.30.    2 reflect light, Epicur.Ep.2p.51U.    II c. acc. cogn., αὐγὴν ἀ. Luc. Dom.8; ἀστραπῆς κάλλος Callistr. Stat.5; θεῖόν τι Philostr.Im.1.16.

German (Pape)

[Seite 310] abglänzen, zurückstrahlen, αἰχμῆς ἀπέλαμπε, es strahlte von der Lanzenspitze, Il. 22, 319; ἀστὴρ ἃς ἀπέλαμπεν, glänzte wie ein Stern, Od. 15, 108 Iliad. 19, 381. 6, 295; χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Od. 18, 298 Iliad. 14, 183, Homerisch med. statt des act.; ὁ νηὸς χρυσοῦ ἀπολάμπεται Luc. Dea Syr. 30; Hes. Th. 583. Sp. brauchen es auch transit., αὐγὴν ἀπολάμπειν, Glanz ausstrahlen, Luc. Dom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολάμπω: μελλ. -ψω, ἐκπέμπω λάμψιν, λάμπω, αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος (δηλ. φῶς) Ἰλ. Χ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρ. 1009· ἀστὴρ δ’ ὣς ἀπέλαμπεν Ἰλ. Ζ. 295, Ὀδ. Ο. 108: ― Μέσ., χάρις ἀπελάμπετο, ἐξέλαμπεν ἀπ. αὐτῆς, Ἰλ. Ξ. 183, πρβλ. Ὀδ. Σ. 298· χρυσοῦ ἀπολάμπεται, λάμπει ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. π. Οἴκου 8· ἀστραπὴν Καλλίστρ. 895.