λιψουρία
English (LSJ)
ἡ, (λίπτομαι, οὖρον)
A desire to make water, A.Ch.756.
Greek (Liddell-Scott)
λιψουρία: ἡ, ἐπιθυμία πρὸς οὔρησιν, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 756.
ἡ, (λίπτομαι, οὖρον)
A desire to make water, A.Ch.756.
λιψουρία: ἡ, ἐπιθυμία πρὸς οὔρησιν, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 756.