Ὀρχομενός
English (LSJ)
ὁ, also ἡ (Th.1.113, A.R.4.257), the name of several Greek cities, the most famous of which was Ὀρχομενὸς Μινύειος in Boeotia, Il.2.511, etc.:—Adj. Ὀρχομένιος, Hp.Ulc.7, Hdt.9.16, SIG 519.7 (Aegium, iii B. C.), Str.9.2.40 :—hence Ὀρχομενίζω,
A side with the Orchomenians, Hellanic.81 J. (but perh. not Hellanic.).—The old Boeot. form was Ἐρχ-, and this is found in Inscrr. and on coins to the time of Alexander, SIG60 (v B. C.), IG7.3166, al., BMus.Cat.Coins Central Greece p.54: the Arcadian Orchomenians are similarly Ἐρχομένιοι SIG31.12 (Delph., v B. C.), Ἐρχομίνιοι IG5(2).343 (Orchom. Arc., iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὀρχομενός: ὁ, καὶ ἡ (Θουκ. 1. 113, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 257), ὄνομα πολλῶν Ἑλλην. πόλεων, ὧν ἡ ὀνομαστοτάτη ἦτο Ὀρχομενὸς Μινύειος ἐν Βοιωτίᾳ, Ὅμηρ., κλ., πρβλ. Müller’s Orchom. u. die Minyer. Οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο Ὀρχομένιοι, οἱ, Στράβ. 414· ἐντεῦθεν Ὀρχομενίζω, φρονῶ τὰ τῶν Ὀρχομενίων, Ἑλλάνικος 49. - Ὁ ἀρχαῖος Βοιωτικὸς τύπος ἦτο Ἐρχ-, οὗτος δὲ εὑρίσκεται ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 722, Keil Ἐπιγραφ. Βοιωτ. 1, Mionnet. Suppl 3, σ. 516.