ὁ,
A one of the principal beams of the roof, Harp. s.v. στρωτήρ, EM 731.10.
δουροδόκος: ὁ, μία τῶν κυριωτάτων δοκῶν τῆς ὀροφῆς, «τὸ ξύλον τὸ ὑποδεχόμενον τῆς οἰκίας τὸν ὄροφον» Ἁρποκρ., Σουΐδ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 283.