ποικιλάνιος
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος,
A with broidered reins, Pi.P.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος,
A with broidered reins, Pi.P.2.8.
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.