ον,
A of dragon brood, A.Supp.267.
[Seite 664] ξυνοικία, mit Drachen verkehrend, voll Drachen, Aesch. Suppl. 264, ex em.
δρᾰκονθόμῑλος: -ον, ἀναστρεφόμενος μετὰ δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.