ή, όν, (στέφω)
A crowned, prob. l. in APl.4.306 (Leon.).
[Seite 936] bekränzt, Sp.
στεπτός: -ή, -όν, (στέφω) ἐστεμμένος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 306.