ον,
A ill-agreeing, πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
[Seite 688] schwer übereinkommend, sich schwer vereinigend, Plut. Symp. 4, 1, 2, πρός τι.
δυσσύμβᾰτος: -ον, δυσκόλως συμφωνῶν, συμβιβαζόμενος, πρός τι Πλούτ. 2. 661C.