ον, gen. ονος, (σχῆμα)
A purple-clad, Polyaen.4.3.24.
[Seite 686] ον, mit purpurnem Anzuge, Polyaen. 4, 3, 24, zw.
πορφῡροσχήμων: -ον, (σχῆμα) ὁ περιβεβλημένος πορφύραν, Πολύαιν. 4. 3, 24.