θηλύστολος
English (LSJ)
ον,
A clad in women's clothes: τὸ θ. effeminacy, Id.10.24.
German (Pape)
[Seite 1208] in Weibertracht, Eust. 10, 24.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύστολος: -ον, ἐνδεδυμένος στολὴν γυναικείαν, τὸ θ., θηλυπρέπεια, Εὐστ. 10. 24.