μενέκτυπος
English (LSJ)
ον,
A steadfast in the battle-din, B.16.1, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 132] = μενέδουπος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μενέκτῠπος: -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.
ον,
A steadfast in the battle-din, B.16.1, cf. Hsch.
[Seite 132] = μενέδουπος, Hesych.
μενέκτῠπος: -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.