ον,
A receiving oxen, ἐχῖνος (i.e. λέβης) Call.Fr.250b.
[Seite 456] einen Ochsen fassend, Callim. E. G.
βουδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος, περιλαμβάνων βοῦν, ἢ βοῦς, Καλλιμάχεια ΙΙ, 489 (Scneider).