ἀδιάλυτος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2.    II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4.    III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.