μακρολόγος
English (LSJ)
ον,
A speaking at length, θεός Com.Adesp.14.1 D., cf. Axiop.1.11: Comp., Pl. Sph.268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10. Adv. -γως Gal. 17(1).744.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολόγος: -ον, ὁ λέγων πολλά, ὁμιλῶν διεξοδικῶς, Πλάτ. Σοφ. 268Β.