πολύκαμπτος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον = foreg., μελέων π.

   A v.l. for πολυπλάγκτων in Parm.16.1.

German (Pape)

[Seite 663] vielfach gebogen, Poll. 4, 73; auch μέλη, Parmenid. bei Arist. metaph. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαμπτος: -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. μέλη Παρμεν. 146, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 66.