ὀξύπυκνος

Revision as of 09:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

German (Pape)

[Seite 354] mit scharfem, hohem πυκνόν (s. dieses), Music.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπυκνος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα τόνον ὀξύτερος τοῦ πυκνοῦ (ἐν μουσικῇ) Βρυενν. Ἁρμον. σ. 384C, κλ.