δυσεξέργαστος
English (LSJ)
ον,
A hard to work out, Eust.1394.7.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszuarbeiten, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξέργαστος: -ον, δυσκόλως ἐξεργαζόμενος, Εὐστ. 1394. 7.
ον,
A hard to work out, Eust.1394.7.
[Seite 679] schwer auszuarbeiten, Eust.
δυσεξέργαστος: -ον, δυσκόλως ἐξεργαζόμενος, Εὐστ. 1394. 7.