εσσα, εν,
A toilsome, Man.4.373.
[Seite 680] εσσα, εν, Arbeit verursachend, Maneth. 4, 372.
πονόεις: εσσα, εν, (πόνος) ὁ πλήρης κόπου, κοπώδης, Μανέθων 4. 373.