χειρόβιος
English (LSJ)
ον,
A living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.
German (Pape)
[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.