μιξίαμβος

Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

[ῐα], ον,

   A mixed with satires, satiric, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.