[ῐα], ον,
A mixed with satires, satiric, Hsch.
[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.