ἀκαταπόνητος
English (LSJ)
ον,
A inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.
ον,
A inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.
ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.