ὠκυγένεθλος
English (LSJ)
ον,
A quickly born or gendered, εἰς τόκον ὠκυγένεθλον Jo.Gaz.Ecphr.2.59.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠγένεθλος: -ον, ὁ ταχέως γεννηθείς, Ἰω. Γαζαίου Ἔκφρ. 418, παρὰ Rutgers. Var. Lecit. 2, 7.
ον,
A quickly born or gendered, εἰς τόκον ὠκυγένεθλον Jo.Gaz.Ecphr.2.59.
ὠκῠγένεθλος: -ον, ὁ ταχέως γεννηθείς, Ἰω. Γαζαίου Ἔκφρ. 418, παρὰ Rutgers. Var. Lecit. 2, 7.