προποδηγός

Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

Dor. προποδ-ᾱγός, όν,

   A going before to show the way, guide, Plu.2.58oc; σκίπωνα προποδαγόν AP6.294 (Phan.): fem. προποδ-ηγέτις, ιδος, Orph.A. 342.

German (Pape)

[Seite 740] vorangehend u. den Weg zeigend; Plut. de gen. Socr. 10; σκήπων Phani. 2 (VII, 994).

Greek (Liddell-Scott)

προποδηγός: -όν, ὁ προπορευόμενος καὶ δεικνύων τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Πλούτ. 2. 580C· πρ. σκήπων Ἀνθ. Π. 6. 294· ― θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Ὀρφ. Ἀργ., 340.