ον,
A flaxwoven, φᾶρος E.Hec.1081.
[Seite 49] von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.
λῐνόκροκος: -ον, ὑφασμένος διὰ λινῆς κρόκης, φᾶρος Εὐρ. Ἑκ. 1081.