πικρόλωτος
English (LSJ)
ον,
A of the bitter lotus, σπέρμα Gal.14.159.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόλωτος: -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.
ον,
A of the bitter lotus, σπέρμα Gal.14.159.
πικρόλωτος: -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.