μεταρσιόω

Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A lift up, τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.138:—Pass., νέφος μεταρσιωθέν Hdt.8.65.

German (Pape)

[Seite 153] von dem Vorigen, in die Höhe heben, wie μετεωρίζω, μεταρσιωθέν, Her. 8, 65.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιόω: αἴρω, σηκώνω ὑψηλά, μετεωρίζω, νέφος μεταρσιωθὲν Ἡρόδ. 8. 65.