πυκνόσπορος
English (LSJ)
ον,
A thick-sown, ib.3.21.5.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόσπορος: -ον, ὁ πυκνῶς ἐσπαρμένος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5.
ον,
A thick-sown, ib.3.21.5.
πυκνόσπορος: -ον, ὁ πυκνῶς ἐσπαρμένος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5.