ὁλόβραχυς
English (LSJ)
υ,
A consisting only of short syllables, πυρρίχιος Anecd.Stud.1.224.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόβραχυς: ὁ, ὁ ἐκ βραχεῶν μόνον συλλαβῶν συνιστάμενος, ὁλοβράχει ὄντι τῷ πυῥῥιχίῳ Ἀνώνυμ. γραμμ. παρὰ Nauck. ἐν Λεξ. Vindob. σ. 256.