μελάνδρυον

Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A heart of oak, Thphr.HP1.6.2.    II v. μελάνδρυς.

German (Pape)

[Seite 119] τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδρυον: τό, ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2˙ ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ μέλαν δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. μελάνδρυς.