( ἐλέας Hsch.), ὁ, an unknown
A bird, perh. = ἐλέα, Ar.Av. 302.
[Seite 793] ᾶντος, ὁ, eine Eulenart, Ar. Av. 302. 885.
ἐλεᾶς: ὁ, εἶδος γκαυκός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, πρβλ. ἐλεός ΙΙ.