ἔμπαισμα

Revision as of 09:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A embossed work, Eust.883.54 (pl.).

German (Pape)

[Seite 810] τό, das Eingeschlagene, in Metall getriebene Figuren u. Zierrathen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπαισμα: τό, κόσμημα ἐκ μετάλλου προσηρμοσμένον διὰ σφυρηλατήσεως ἐπὶ μεταλλίνου ἀγγείου ἢ ποτηρίου, καρφωτὸν κόσμημα, ἄλεισον … οἱονεὶ τὸ μὴ λεῖον, ἀλλὰ τραχὺ τοῖς ἐμπαίσμασιν Εὐστ. 883. 57.