Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τό,
A v. ἄννησον.
[Seite 238] τό, Anis, Theophr. u. Sp., mit ἄνηθον u. ἄνησον verwandt, vgl. Schol. Theocr. 7, 63.
ἄνῑσον: τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ ἄνηθον· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63.