ἀελλόθριξ
German (Pape)
[Seite 41] Soph. frg. 273, sturmverwirrtes Haar (?).
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας κυμαινομένας ἐν τῷ ἀέρι, Σοφ. Ἀποσπ. 273.
[Seite 41] Soph. frg. 273, sturmverwirrtes Haar (?).
ἀελλόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας κυμαινομένας ἐν τῷ ἀέρι, Σοφ. Ἀποσπ. 273.