συγκαταφαγεῖν
English (LSJ)
aor. inf. of συγκατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.
aor. inf. of συγκατεσθίω.
[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.
συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.