ἡ, dialectic form for διύγρα (sc. χώρα),
A marsh-land, Eust. 295.28.
ζύγρα: ἡ, διαλεκτικὸς τύπος ἀντὶ διύγρα (ἐνν. χώρα), ἑλώδης γῆ, Εὐστ. 295. 28.