αἱρεσιομάχος
English (LSJ)
ον,
A fighting for a sect, Ph.2.84.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρεσιομάχος: -ου, ὁ. ὑπὲρ αἱρέσεώς τινος μαχόμενος, Φίλων 2, 84.
ον,
A fighting for a sect, Ph.2.84.
αἱρεσιομάχος: -ου, ὁ. ὑπὲρ αἱρέσεώς τινος μαχόμενος, Φίλων 2, 84.