συγκαταναγκάζω

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A v.l. for συναναγκ-, Hp.Art.71.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταναγκάζω: καταναγκάζω ὁμοῦ, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως σ. 500, ἔκδ. Mi.