Ἀδωνιακός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for Adonis, κῆπος Arr.Epict.4.8.36.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδωνιακός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν Ἄδωνιν ἢ προωρισμένος δι’ αὐτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 36.
ή, όν,
A of or for Adonis, κῆπος Arr.Epict.4.8.36.
Ἀδωνιακός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν Ἄδωνιν ἢ προωρισμένος δι’ αὐτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 36.