ἐλαιοκονία
English (LSJ)
ἡ,
A plaster made from lime and oil, Eust. 382.37, Steph. inHp.2.384D.:
German (Pape)
[Seite 788] ἡ, weiße Oelfarbe zum Maueranstreichen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοκονία: ἡ, εἶδος μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν μάλθα.