πρωτογέννητος
English (LSJ)
ον,=
A primo genitus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 805] = πρωτογενής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτογέννητος: -ον, = πρωτογενής, Ποιητὴς ἐν Παρισ. Ἀνεκδ. Cramer 4. 270.
ον,=
A primo genitus, Gloss.
[Seite 805] = πρωτογενής, Gloss.
πρωτογέννητος: -ον, = πρωτογενής, Ποιητὴς ἐν Παρισ. Ἀνεκδ. Cramer 4. 270.